ἐξοστρακίζομαι

ἐξοστρακίζομαι
ἐξοστρακίζω
banish by ostracism
pres ind mp 1st sg
ἐξοστρακίζω
banish by ostracism
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξοστρακίζομαι — εξοστρακίζομαι, εξοστρακίστηκα, εξοστρακισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξοστρακίζομαι — (Α ἐποστρακίζω) νεοελλ. (για βλήματα) προσκρούω κάπου και αναπηδώ αλλάζοντας διεύθυνση αρχ. ρίχνω όστρακα ή βότσαλα στην επιφάνεια τής θάλασσας ώστε να αναπηδούν, «κάνω πιατάκια, παξιμαδάκια». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οστρακίζω (< όστρακο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”